- παχύκνημος
- πᾰχύ-κνημος, ον,A with fat or thick legs, Ar.Pl.560, D.L.7.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχύκνημος — with fat masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύκνημος — ον, Α αυτός που έχει χοντρές κνήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ * + κνημος (< κνήμη), πρβλ. λεπτό κνημος] … Dictionary of Greek
παχυκνήμους — παχύκνημος with fat masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύκνημοι — παχύκνημος with fat masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνημώδης — κνημώδης, ῶδες (Α) [κνήμη] κνήμαργος*. παχύκνημος … Dictionary of Greek
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek